- εφιστανω
- ἐφιστάνωἐφ-ιστάνω1) ставить во главе, назначать начальником
(τινά τινι Plut.)
2) обращать внимание, рассматривать, обдумывать(τινί Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινά τινι Plut.)
(τινί Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφιστάνω — ἐφιστάνω (Α) 1. μτγν. τ. τού ἐφίστημι* 2. σταματώ 3. (με δοτ.) προσέχω, επιμελούμαι, φροντίζω για κάτι 4. βλέπω, θεωρώ προσεκτικά 5. (για σχολιαστές) σημειώνω κάτι 6. (με δοτ.) προσβάλλω, εφορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστάνω, μτγν. τ. τού ἵστημι] … Dictionary of Greek
ἐφιστάνω — ἐπί ἱστάνω pres subj act 1st sg ἐπί ἱστάνω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)